- αμετασκεύαστος
- -η, -οαυτός που δεν έχει μετασκευαστεί: Το σπίτι για να αξιοποιηθεί πρέπει να μετασκευαστεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμετασκεύαστος — η, ο [μετασκευάζω] αυτός που δεν μετασκευάστηκε ή δεν είναι δυνατό να μετασκευαστεί, να μεταρρυθμιστεί … Dictionary of Greek